μέσφα

μέσφα
μέσφα, και άλλ. επικ. τ. μέσφι, αρκαδ. τ. μέστε, και δωρ. τ. μέστα, θεσσ. τ. μές (Α)
επίρρ.
1. μέχρι, έως («μέσφ' ἠοῡς», Ομ. Ιλ.)
2. (πριν από το ὅτε, με αόρ. οριστ.) μέχρις ότου, ωσότου
3. (χωρίς το ὅτε, ως σύνδ., με οριστ. ή υποτ.) έως («μέσφ' ἐπὶ νευράς», Καλλ.)
4. στο μεταξύ
5. ενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέσφα λειτουργεί στην αρχ. ελλ. ως επίρρημα, πρόθεση και σύνδεσμος (πρβλ. λ. μέχρι και έως), συντάσσεται με γενική και αιτιατική και συχνά συνοδεύεται από τον σύνδεσμο ὅτε. Η λ. εμφανίζει θ. μεσ-, στο οποίο πιθ. ανάγονται και οι προθέσεις μέχρι και μετά. Ο θεσσ. τ. μες, πάντως, μπορεί να μην είναι αρχικός και να έχει προκύψει με απλολογία και σύντμηση σε μια συλλαβή τών δισύλλαβων τ. μέστε ή μέστα. Στον τ. μέσφα, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως πρόθεση, το επίθημα -φα είναι άγνωστης προέλευσης (πρβλ. τόφρα), ενώ ο τ. μέσφι, που χρησιμοποιείται στην τεχνική ορολογία τού Αρεταίου, γιατρού τού 2ου π.Χ. αιώνα, θεωρείται αναλογικός ως προς την κατάληξη τής πρόθεσης μέχρι. Οι τ. μέστα και μέστε (πρβλ. ἔστε) είναι παράλληλοι. Τέλος, το β' συνθετικό -πόδι τού θεσσ. τ. μεσπόδι (< μέσφα ή μέστε) μπορεί να αναχθεί σε θ. *kwod- (πρβλ. ποδαπός) ακολουθούμενο από εκφραστικό -ι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέσφα — until indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσφ' — μέσφα , μέσφα until indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέστα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 375 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 35 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • μέστε — (Α) (αρκαδ. τ.) επίρρ. βλ. μέσφα …   Dictionary of Greek

  • μέσφι — (Α) (επικ. τ.) επίρρ. βλ. μέσφα …   Dictionary of Greek

  • μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… …   Dictionary of Greek

  • μεσπόδι — (Α) επίρρ. μέχρι, έως. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μέσφα] …   Dictionary of Greek

  • σάφα — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. σαφώς, φανερά, ολοφάνερα 2. (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ οἶδα ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», Ξεν.) 3. φρ. «σάφα λέγω» λέω την αλήθεια («ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῑν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το… …   Dictionary of Greek

  • me-2 —     me 2     English meaning: in the middle of, by, around, with     Deutsche Übersetzung: as Grundlage von Adverbien (Präpositionen) “mitten in, mitten hinein”     Material: A. me dhi (also basic form me ti possible) in Goth. miÞ “with”, asäch.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”